- περιπετάννυμι
- και περιπεταννύω Α1. απλώνω κάτι κυκλικά πάνω σε κάτι, σκεπάζω ολόγυρα, περικαλύπτω2. κατευθύνω προς όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ ἄμπελος] τὰ οἴναρα», Ξεν.)3. ξεδιπλώνω («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.