περιπετάννυμι

περιπετάννυμι
και περιπεταννύω Α
1. απλώνω κάτι κυκλικά πάνω σε κάτι, σκεπάζω ολόγυρα, περικαλύπτω
2. κατευθύνω προς όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ ἄμπελος] τὰ οἴναρα», Ξεν.)
3. ξεδιπλώνω («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιπεπετασμένον — περιπετάννυμι spread perf part mp masc acc sg περιπετάννυμι spread perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπετασμένως — περιπετάννυμι spread perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπταμένη — περιπετάννυμι spread perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεταννύντες — περιπετάννυμι spread pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεταννύουσα — περιπετάννυμι spread pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπετασθησομένους — περιπετάννυμι spread fut part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπετασθέντες — περιπετάννυμι spread aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπετάννυται — περιπετάννυμι spread pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπετάσαντες — περιπετάννυμι spread aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέπταται — περιπετάννυμι spread perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”